θαυματουργοῦν

θαυματουργοῦν
θαυμασιουργέω
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
θαυμασιουργέω
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
θαυματουργέω
work wonders
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
θαυματουργέω
work wonders
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προφήτης — Όρος που σημαίνει κυρίως αυτός που μιλά εξ ονόματος ενός θεού και ερμηνεύει τη θέλησή του στους ανθρώπους. Τη μεγαλύτερη σημασία απέκτησαν οι π. στην ιστορία του Ισραήλ: ήδη ο Αβραάμ ονομάζεται π. και για τον Μωυσή λέγεται ότι δεν εμφανίστηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”